- ανακρυστάλλωση
- η [ανακρυσταλλώνω]η εκ νέου κρυστάλλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
αλατωρυχείο — Ορυχείο ορυκτού αλατιού, αλλά και γενικότερα τόπος όπου γίνεται εξαγωγή διαφόρων ορυκτών αλάτων που έχουν μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία. Τα κοιτάσματα του αλατιού είναι κάποτε υπόγεια γιατί το ορυκτό είναι ευδιάλυτο στο νερό. Στα ορυχεία… … Dictionary of Greek
ανακρυσταλλώνω — κρυσταλλώνω εκ νέου, μετατρέπω κάτι ξανά σε κρυστάλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρυσταλλώνω. ΠΑΡ. ανακρυστάλλωση] … Dictionary of Greek
κρυσταλλωτήριο — το χημ. υάλινο όργανο μέσα στο οποίο γίνεται η ανακρυστάλλωση σωμάτων που βρίσκονται σε διάλυση … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek
μιγματίτης — Όρος της γεωλογίας, που υποδηλώνει μια μάζα κατά ένα μέρος στερεά και κατά ένα μέρος σε κατάσταση τήξης, η οποία προέρχεται από τις χαμηλές ζώνες του φλοιού της Γης, όταν οι φυσικοί παράγοντες της μεταμόρφωσης (θερμοκρασία και πίεση) φτάνουν σε… … Dictionary of Greek
ναφθαλίνιο — το χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που αποτελεί το κυριότερο συστατικό τής λιθανθρακόπισσας, από την οποία και εξάγεται με ανακρυστάλλωση τών ενδιάμεσων κλασμάτων … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
πορφυροβλάστης — ο, Ν (πετρογρ.) κρύσταλλος μεγάλου μεγέθους με μεταμορφωμένα πετρώματα, ο οποίος σχηματίζεται από ανακρυστάλλωση … Dictionary of Greek